νόμισμα

νόμισμα
το, -ατος
1. το χρήμα σε κέρματα ή σε χαρτί που κυκλοφορεί σ' ένα κράτος, ως ανταλλακτικό μέσο: Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι περιορισμένη στην αγορά.
2. Τα διάφορα νομίσματα ή η νομισματική μονάδα μιας χώρας: Υποτιμήθηκε το νόμισμα της Αγγλίας.
3. φρ., «Tον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα», του έκανα ό,τι μου έκανε· «η άλλη πλευρά του νομίσματος», η αντίθετη άποψη του ζητήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νόμισμα — anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμ' — νόμισμα , νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάδραχμο — Νόμισμα, ασημένιο ή χρυσό, που κυκλοφόρησε από τον 5o έως τον 3o αι. π.Χ. στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην Καρχηδόνα και ισοδυναμούσε με 10 δραχμές. Η ασημένια έκδοση θεωρείται η τελειότερη κατασκευή του. Περίφημα είναι τα δ. που υπογράφηκαν από …   Dictionary of Greek

  • νομισμάτων — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσμασι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσμασιν — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσματι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίσματος — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”